- στριγγός
- και στριγκιός, -ιά, -ιό και στριγκός, -ή, -ό, Ν(για ήχο) οξύς, διαπεραστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στριγγίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
стриж — род. п. а, цслав. стрижь – птица Regulus , словен. strẹ̑žič крапивник , stržǝ̀k, род. п. žkà – то же, чеш. střiž, др. польск. strzeż, польск. strzyż, в. луж. střěž, н. луж. stsěž. Эти формы свидетельствуют об исходном *strěžь и *strižь.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στριγκιός — ιά, ιό, Ν βλ. στριγγός … Dictionary of Greek
στριγκός — Ορεινός οικισμός (151 κάτ., υψόμ. 640 μ.), στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (2 τ. χλμ., 273 κάτ.), στην οποία υπάγεται και το Δεμίρι (122 κάτ., υψόμ. 650). Βρίσκεται βόρεια και κοντά στη λίμνη Τάκκα.… … Dictionary of Greek